- καρκινώ
- καρκινῶ, -όω (Α)[καρκίνος]1. καθιστώ κάτι όμοιο με καρκίνο*, με κάβουρα («καρκινῶ τοὺς δακτύλους» — κάμπτω ή κυρτώνω τα δάχτυλα σαν δαγκάνες καβουριών, Αντιφαν.)2. κάνω κάτι να απλώσει («ὁ χειμὼν πιλώσας καὶ καρκινώσας τὰς ρίζας», Θεόφρ.)3. παθ. καρκινῶμαι, -όομαι4) (για ρίζες) περιπλέκομαι, μπερδεύομαιβ) (για το σιτάρι) αποκτώ ρίζες και σκληρύνομαι («καρκινοῡταιὅταν ριζοῡται ὁ σῑτος καὶ σκληρύνεται», Ησύχ.) γ) πάσχω από καρκίνοδ) μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, εξαλλάσσομαι σε καρκίνο.
Dictionary of Greek. 2013.